- ἐπάθλου
- ἔπαθλονprize of a contestneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… … Dictionary of Greek
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
ανάρρηση — η (Α ἀνάρρησις) νεοελλ. η αναγόρευση, η ανακήρυξη, η άνοδος κάποιου σε αξίωμα αρχ. η δημόσια απονομή επάθλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (απρμφ. αορ.) αναρρηθήναι τού αναγορεύω] … Dictionary of Greek
καλλιοπλία — καλλιοπλία, ἡ (Α) η κατοχή ωραίας πανοπλίας ως επάθλου αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + οπλία (< οπλος < ὅπλον), πρβλ. παν οπλία, υπερ οπλία] … Dictionary of Greek